Σαρκάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σαρκάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фиктивния, подигравка, Гавая, презрителна забележка
Σαρκάζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκάζω

σαρκάζω ετυμολογία, σαρκάζω ορισμός, σαρκάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαρκάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σαρδέλα στα βουλγαρικά - сардина, сардинка, цаца, трицона, копърка, цацата, хамсия
  • σαρδόνιος στα βουλγαρικά - язвителен, сардоничен, сардонично, сардонична, язвително
  • σαρκασμός στα βουλγαρικά - сарказъм, сарказма, саркастично, сарказмът
  • σαρκαστικός στα βουλγαρικά - саркастичен, саркастично, саркастична, саркастични, сарказъм
Τυχαίες λέξεις
Σαρκάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фиктивния, подигравка, Гавая, презрителна забележка