Σαρκάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: σαρκάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narrima, Ivata, mõnitama, nöökama, mõnitus
Σαρκάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκάζω

σαρκάζω ετυμολογία, σαρκάζω ορισμός, σαρκάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σαρκάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σαρδέλα στα εσθονικά - sardiin, sordiin, kilu, Euroopa kilu, räim
  • σαρδόνιος στα εσθονικά - sardooniline, põlglik-ihumooriline, Ivallinen, sardooniliseks, küünilist, Halveksiva
  • σαρκασμός στα εσθονικά - kaevama, müksama, väljakaevamiskoht, sarkasm, sarkasmi, sarcasm, Ivallisesti
  • σαρκαστικός στα εσθονικά - salvav, söövitav, kaustiline, sarkastiline, sarkastilised, sarkastiliselt, sarkastiliseks, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρκάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: narrima, Ivata, mõnitama, nöökama, mõnitus