Σαρκάζω στα κροατικά

Μετάφραση: σαρκάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ismijevati, oponašanje, poruga, rugati se, ruganje, rugati, zadirkivati
Σαρκάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκάζω

σαρκάζω ετυμολογία, σαρκάζω ορισμός, σαρκάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, σαρκάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • σαρδέλα στα κροατικά - sardela, srdela, sardina, mališan, sleđica, sprat
  • σαρδόνιος στα κροατικά - zloban, podrugljiv, zajedljiv, cinična, konvulzivan
  • σαρκασμός στα κροατικά - kopati, sarkazam, sarkazma, zajedanje, sarkazam u glasu
  • σαρκαστικός στα κροατικά - jedak, zloban, oštar, sarkastičan, sarkastična, sarkastične, sarkastični, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρκάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ismijevati, oponašanje, poruga, rugati se, ruganje, rugati, zadirkivati