Σαρκάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: σαρκάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
imitieren, nachahmen, Stichelei, Spott, gibe, Seitenhieb, Verhöhnung
Σαρκάζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκάζω

σαρκάζω ετυμολογία, σαρκάζω ορισμός, σαρκάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, σαρκάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • σαρδέλα στα γερμανικά - sardine, Sprotte, Sprotten, sprat, Sprotten-
  • σαρδόνιος στα γερμανικά - sardonisch, sardonischen, sardonic, sardonische, sardonisches
  • σαρκασμός στα γερμανικά - anspielung, zotte, begreifen, spitze, arbeiten, Sarkasmus, Spott, ...
  • σαρκαστικός στα γερμανικά - ätzmittel, kaustisch, ätzend, sarkastisch, sarkastischen, sarkastische, sarkastischer
Τυχαίες λέξεις
Σαρκάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: imitieren, nachahmen, Stichelei, Spott, gibe, Seitenhieb, Verhöhnung