Σαρκάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σαρκάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gibe
Σαρκάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκάζω

σαρκάζω ετυμολογία, σαρκάζω ορισμός, σαρκάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σαρκάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σαρδέλα στα σλαβομακεδονικά - ситна риба, цаца
  • σαρδόνιος στα σλαβομακεδονικά - сардоничен
  • σαρκασμός στα σλαβομακεδονικά - сарказам, сарказмот, сарказам на, саркастичност
  • σαρκαστικός στα σλαβομακεδονικά - саркастична, саркастични, саркастичен, сарказам, саркастично
Τυχαίες λέξεις
Σαρκάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: gibe