Σαρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
метене, извивка, помитане, измитам, размах
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρώνω
σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαρκώδης στα βουλγαρικά - месест, месести, месеста, месестата, месесто
- σαρωτικός στα βουλγαρικά - метене, почистващи, за метене, метат, спадове
- σας στα βουλγαρικά - твой, вашият, твоят, вашия, ви, вашата
- σασί στα βουλγαρικά - шаси, шасито, шасита, стенд, на шасито
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: метене, извивка, помитане, измитам, размах
Μεταφράσεις: метене, извивка, помитане, измитам, размах