Σαρώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valymas, šluoti, kaminkrėtys, šlavimas, brauktuvo
Σαρώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρώνω

σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σαρώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σαρκώδης στα λιθουανικά - mėsingas, mėsingos, mėsingi, mėsinga, sultingais
  • σαρωτικός στα λιθουανικά - valymas, šlavimas, platus, šluoti, veržlus
  • σας στα λιθουανικά - jūs, jūsų, savo, jūsų produktui, tavo
  • σασί στα λιθουανικά - važiuoklė, Važiuoklės, šasi, šasi su, chassis
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: valymas, šluoti, kaminkrėtys, šlavimas, brauktuvo