Σαρώνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pásztázás, skandálható, átfogóképesség, letapogatás, söprés, sweep, söpörni, A sweep
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρώνω
σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σαρώνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σαρκώδης στα ουγγρικά - molett, húsos, húsosabb, húsosak, a húsos
- σαρωτικός στα ουγγρικά - sodró, száguldó, elsöprő, lendületes, seprési, lenyűgöző
- σας στα ουγγρικά - Ön, a, az, az Ön, meg
- σασί στα ουγγρικά - alváz, futómű, alvázak, váz, alvázra
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pásztázás, skandálható, átfogóképesség, letapogatás, söprés, sweep, söpörni, A sweep
Μεταφράσεις: pásztázás, skandálható, átfogóképesség, letapogatás, söprés, sweep, söpörni, A sweep