Σαρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprit, scanderen, oprijlaan, vegen, veeg, sweep, zwaai, bereik
Σαρώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρώνω

σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαρκώδης στα ολλανδικά - vlezig, vlezige, dik
  • σαρωτικός στα ολλανδικά - vegen, vegende, het vegen, ingrijpende, prachtig
  • σας στα ολλανδικά - jouw, je, u, jou, ge, jullie, jij, ...
  • σασί στα ολλανδικά - chassis, onderstel, het chassis, behuizing, frame
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oprit, scanderen, oprijlaan, vegen, veeg, sweep, zwaai, bereik