Σαρώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
olhar, escalas, sueco, varrer, varredura, de varredura, varrimento, sweep
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρώνω
σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαρώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σαρκώδης στα πορτογαλικά - carnudo, carnuda, fleshy, carnudas, carnosa
- σαρωτικός στα πορτογαλικά - varredura, extenso, arrebatadora, varrer, varrendo
- σας στα πορτογαλικά - acolá, teu, lhes, vosso, além, tua, aí, ...
- σασί στα πορτογαλικά - chassis, chassi, gabinete, chassi de, do chassi
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: olhar, escalas, sueco, varrer, varredura, de varredura, varrimento, sweep
Μεταφράσεις: olhar, escalas, sueco, varrer, varredura, de varredura, varrimento, sweep