Σαρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замав, Понесете, мета, издржам, чистката
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρώνω
σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σαρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σαρκώδης στα σλαβομακεδονικά - месести, заоблениот, меснато, месест, месеста
- σαρωτικός στα σλαβομακεδονικά - убедливо, сеопфатните, далекусежните, сеопфатни, сеопфатен
- σας στα σλαβομακεδονικά - вашиот, вашите, вашата, вашето, на вашиот
- σασί στα σλαβομακεδονικά - шасија, шасијата, на шасијата, шасии
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: замав, Понесете, мета, издржам, чистката
Μεταφράσεις: замав, Понесете, мета, издржам, чистката