Σαρώνω στα δανικά

Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
feje, sweep, slag, viskerslag, fej
Σαρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρώνω

σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, σαρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σαρκώδης στα δανικά - kødfulde, kødfuld, kødfuldt, kødet, en kødet
  • σαρωτικός στα δανικά - fejende, gennemgribende, fejning, fejer, feje
  • σας στα δανικά - du, dit, jer, jeres, dig, din, dine, ...
  • σασί στα δανικά - chassis, chassiset, kabinettet, kabinet, stel
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: feje, sweep, slag, viskerslag, fej