Στολή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: στολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
униформа, еднакъв, еднаквото, единното, уеднаквено
Στολή στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στολή

στολή καραγκούνας, στολή σουλιώτισσας, στολή καράτε, στολή αμαλίας, στολή καμαριέρας, στολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στολή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • στοιχειώνω στα βουλγαρικά - свърталище
  • στοιχηματίζω στα βουλγαρικά - пари, залагане, залог, залога, залози
  • στολίζω στα βουλγαρικά - контя, контя се, труфя се
  • στολισμός στα βουλγαρικά - украшение, украса, накит, накити, украшения
Τυχαίες λέξεις
Στολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: униформа, еднакъв, еднаквото, единното, уеднаквено