Στολή στα δανικά
Μετάφραση: στολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολή
στολή καραγκούνας, στολή σουλιώτισσας, στολή καράτε, στολή αμαλίας, στολή καμαριέρας, στολή λεξικό γλώσσας δανικά, στολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- στοιχειώνω στα δανικά - haunt, tilholdssted, hjemsøge, nanoteknologiske, forfatningsstridigt
- στοιχηματίζω στα δανικά - vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
- στολίζω στα δανικά - smykke, primp
- στολισμός στα δανικά - orden, pynt, dekoration, udsmykning, udsmykningsgenstande, pryd, adornment
Τυχαίες λέξεις
Στολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles
Μεταφράσεις: uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles