Στολή στα ολλανδικά

Μετάφραση: στολή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige
Στολή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στολή

στολή καραγκούνας, στολή σουλιώτισσας, στολή καράτε, στολή αμαλίας, στολή καμαριέρας, στολή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στολή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στοιχειώνω στα ολλανδικά - spoken, Haunt, achtervolgen, trefpunt, Achtervolg
  • στοιχηματίζω στα ολλανδικά - wedden, weddenschap, inzet, bet, gok
  • στολίζω στα ολλανδικά - verfraaien, uitdossen, versieren, decoreren, opsieren, zich opdoffen, Primp
  • στολισμός στα ολλανδικά - decoratie, ridderorde, decor, band, lint, onderscheiding, opsmuk, ...
Τυχαίες λέξεις
Στολή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige