Στολή στα τούρκικα
Μετάφραση: στολή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üniforma, üniform, muntazam, tek tip, aynı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολή
στολή καραγκούνας, στολή σουλιώτισσας, στολή καράτε, στολή αμαλίας, στολή καμαριέρας, στολή λεξικό γλώσσας τούρκικα, στολή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στοιχειώνω στα τούρκικα - Haunt, uğrak, uğrak yeri, bir uğrak, musallat
- στοιχηματίζω στα τούρκικα - bahis, bir bahis, bahsi, bahistir
- στολίζω στα τούρκικα - süslemek, taranmak, saçlarını taramak, kendine çeki düzen vermek, kendine çeki düzen
- στολισμός στα τούρκικα - madalya, süs, süsleme, bezeme, süsü, adornment
Τυχαίες λέξεις
Στολή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: üniforma, üniform, muntazam, tek tip, aynı
Μεταφράσεις: üniforma, üniform, muntazam, tek tip, aynı