Στρέψη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: στρέψη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усукване, торсионна, торзия, торсионно, торзия на
Στρέψη στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρέψη

στρέψη καμπύλης, στρέψη στομάχου, στρέψη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στρέψη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • στοχεύω στα βουλγαρικά - мишена, цел, целевата, целева, целеви
  • στρέμμα στα βουλγαρικά - акър, акра, акровата, декара, декар
  • στρίβω στα βουλγαρικά - стругувам, завъртам, променям, въртя, махам се, изчезва, който изчезва, ...
  • στρίγγλα στα βουλγαρικά - кавгаджийка, свадлива жена, Vixen, лисица, женска лисица
Τυχαίες λέξεις
Στρέψη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: усукване, торсионна, торзия, торсионно, торзия на