Στρέψη στα ουκρανικά
Μετάφραση: στρέψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скручування, заворот, кручення, крутіння, крутяться, крученню
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέψη
στρέψη καμπύλης, στρέψη στομάχου, στρέψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρέψη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στοχεύω στα ουκρανικά - мета, завдання, прицільний, ціль, мету, мішень, меті, ...
- στρέμμα στα ουκρανικά - акр, володіння, акрил
- στρίβω στα ουκρανικά - поверніться, черга, виганяти, вертатися, оборот, бігти, втекти, ...
- στρίγγλα στα ουκρανικά - землерийка, мегера
Τυχαίες λέξεις
Στρέψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скручування, заворот, кручення, крутіння, крутяться, крученню
Μεταφράσεις: скручування, заворот, кручення, крутіння, крутяться, крученню