Στρέψη στα πολωνικά
Μετάφραση: στρέψη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skręt, skręcanie, skręcenie, skrętny, skrętna, skrętną
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέψη
στρέψη καμπύλης, στρέψη στομάχου, στρέψη λεξικό γλώσσας πολωνικά, στρέψη στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- στοχεύω στα πολωνικά - kierowanie, tarcza, cel, obiekt, docelowy, docelowa
- στρέμμα στα πολωνικά - akr, acre, hektarowej, akrów, ha
- στρίβω στα πολωνικά - przemieniać, zawrót, skręt, nadarzyć, obrócić, kręcić, zwrot, ...
- στρίγγλα στα πολωνικά - złośnica, jędza, ryjówka, diablica, sekutnica, megiera, lisica, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέψη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: skręt, skręcanie, skręcenie, skrętny, skrętna, skrętną
Μεταφράσεις: skręt, skręcanie, skręcenie, skrętny, skrętna, skrętną