Στρέψη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στρέψη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torção, de torção, torsão, torsion, de torsão
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέψη
στρέψη καμπύλης, στρέψη στομάχου, στρέψη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στρέψη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στοχεύω στα πορτογαλικά - alvo, fim, destino, de destino, meta
- στρέμμα στα πορτογαλικά - jeira, acre, hectares, acres, hectare
- στρίβω στα πορτογαλικά - virar, voltar, inclinar, turquia, volta, volver, tornar, ...
- στρίγγλα στα πορτογαλικά - megera, Vixen, raposa, do Vixen, Vixen do
Τυχαίες λέξεις
Στρέψη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: torção, de torção, torsão, torsion, de torsão
Μεταφράσεις: torção, de torção, torsão, torsion, de torsão