Συναρμολόγηση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг
Συναρμολόγηση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση

συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συναρμολόγηση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συναντώ στα βουλγαρικά - среща, Запознайте, Запознайте се, срещат, се срещат
  • συναρμολογώ στα βουλγαρικά - сравнявам, съпоставя, съпоставят, обобщаване, съпостави
  • συναρπαστικός στα βουλγαρικά - вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка
  • συνασπισμός στα βουλγαρικά - лига, съюз, блок, коалиция, коалиционно, коалицията, коалиционното
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг