Συναρμολόγηση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фитинг, монтирање, монтажа, поставување, опремување
Συναρμολόγηση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση

συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συναρμολόγηση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συναντώ στα σλαβομακεδονικά - Запознајте, исполнуваат, среќаваат, се среќаваат, Ги исполнуваат
  • συναρμολογώ στα σλαβομακεδονικά - средува, се средува, подреди, средувате, собирате
  • συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά - возбудливи, возбудливо, возбудлива, интересен, возбудлив
  • συνασπισμός στα σλαβομακεδονικά - коалиција, коалицијата, коалициска, коалициски, коалициските
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: фитинг, монтирање, монтажа, поставување, опремување