Συναρμολόγηση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мантаж
Συναρμολόγηση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση

συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συναρμολόγηση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συναντώ στα λευκορωσικά - сустрэча, встреча
  • συναρμολογώ στα λευκορωσικά - падымаццa, супастаўляць, мерацца, параўноўваць, супаста, параўноваць
  • συναρπαστικός στα λευκορωσικά - захапляльны
  • συνασπισμός στα λευκορωσικά - кааліцыя
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: мантаж