Συναρμολόγηση στα νορβηγικά
Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samling, fitting, montering, sittende, passende, passer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση
συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, συναρμολόγηση στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- συναντώ στα νορβηγικά - møte, møtes, meet, Møt, møter
- συναρμολογώ στα νορβηγικά - sortere, sammenstille, samle, å sortere, sorteres
- συναρπαστικός στα νορβηγικά - spennende, praktisk
- συνασπισμός στα νορβηγικά - forening, allianse, forbund, liga, koalisjon, koalisjonen, koalisjons
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: samling, fitting, montering, sittende, passende, passer
Μεταφράσεις: samling, fitting, montering, sittende, passende, passer