Συναρμολόγηση στα δανικά

Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsamling, montering, passende, indretning, tilpasning, fitting
Συναρμολόγηση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση

συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας δανικά, συναρμολόγηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συναντώ στα δανικά - træffe, møde, Mød, mødes, Meet, opfylder
  • συναρμολογώ στα δανικά - forsamles, indsamle, samle, sortere, samler, sammenholde
  • συναρπαστικός στα δανικά - spændende, spændende by
  • συνασπισμός στα δανικά - koalition, koalitionen, koalitionsregering, koalitionens
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsamling, montering, passende, indretning, tilpasning, fitting