Συνυπάρχω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνυπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω
συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά, συνυπάρχω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνυπάρχω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συντριπτικός στα βουλγαρικά - смачкване, раздробяване, трошене, натрошаване, на смачкване
- συντροφιά στα βουλγαρικά - дружба, общуване, компания, спътничество, другарство
- συνωμοσία στα βουλγαρικά - фабула, заговор, конспирация, конспирацията
- συνωμοτώ στα βουλγαρικά - фабула, complot
Τυχαίες λέξεις
Συνυπάρχω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно
Μεταφράσεις: съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно