Συνυπάρχω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνυπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência
Συνυπάρχω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω

συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά, συνυπάρχω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνυπάρχω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συντριπτικός στα πορτογαλικά - esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração
  • συντροφιά στα πορτογαλικά - companhia, camaradagem, companheirismo, companionship, a companhia
  • συνωμοσία στα πορτογαλικά - compromisso, lote, penhorar, urdir, conspiração, conspiracy, de conspiração, ...
  • συνωμοτώ στα πορτογαλικά - urdir, compromisso, lote, penhorar, complot, complô, O complô
Τυχαίες λέξεις
Συνυπάρχω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência