Συνυπάρχω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνυπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naast elkaar bestaan, samenleven, samengaan, naast elkaar, coëxisteren
Συνυπάρχω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω

συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά, συνυπάρχω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνυπάρχω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συντριπτικός στα ολλανδικά - breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken
  • συντροφιά στα ολλανδικά - gezelschap, kameraadschap, omgang, het gezelschap
  • συνωμοσία στα ολλανδικά - machinatie, samenspanning, konkelarij, intrige, samenzwering, complot, verbintenis, ...
  • συνωμοτώ στα ολλανδικά - machinatie, samenspanning, intrige, konkelarij, complot, complot geconstrueerd
Τυχαίες λέξεις
Συνυπάρχω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: naast elkaar bestaan, samenleven, samengaan, naast elkaar, coëxisteren