Συνυπάρχω στα ουγγρικά

Μετάφραση: συνυπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egymás mellett, együtt élni, együtt léteznek
Συνυπάρχω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω

συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά, συνυπάρχω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συνυπάρχω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • συντριπτικός στα ουγγρικά - zúzó, zúzás, aprítás, őrlőberendezések, zúzóberendezés
  • συντροφιά στα ουγγρικά - társaság, társaságát, társaságot, társasága, társaságára
  • συνωμοσία στα ουγγρικά - tervrajz, terv, földdarab, parcella, tartalom, cselszövés, összeesküvés, ...
  • συνωμοτώ στα ουγγρικά - terv, tervrajz, tartalom, földdarab, parcella, cselszövés, complot
Τυχαίες λέξεις
Συνυπάρχω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: egymás mellett, együtt élni, együtt léteznek