Συνυπάρχω στα λιθουανικά
Μετάφραση: συνυπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω
συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά, συνυπάρχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνυπάρχω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συντριπτικός στα λιθουανικά - trupinimo, gniuždymo, smulkinimo, smulkinimas, susmulkinimo
- συντροφιά στα λιθουανικά - draugija, kompanija, draugavimas, companionship, draugė, Biedriskums
- συνωμοσία στα λιθουανικά - sąmokslas, konspiracija, sąmokslo, prabilo, sąmokslą
- συνωμοτώ στα λιθουανικά - Prabilo
Τυχαίες λέξεις
Συνυπάρχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas
Μεταφράσεις: koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas