Σωματικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωματικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
физически, физическа, физическо, физическата, физическото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματικός
σωματικός έλεγχος, σωματικός πόνος, σωματικός μωσαϊκισμός, σωματικός εκφοβισμός, σωματικός δείκτης, σωματικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωματικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωματειακός στα βουλγαρικά - брак, somateiakos
- σωματικά στα βουλγαρικά - телесния, телесен, телесна, телесни, повреда, телесно
- σωματοφύλακας στα βουλγαρικά - бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът
- σωπαίνω στα βουλγαρικά - тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
Τυχαίες λέξεις
Σωματικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: физически, физическа, физическо, физическата, физическото
Μεταφράσεις: физически, физическа, физическо, физическата, физическото