Σωματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materieel, gewelddadig, lichamelijk, fysisch, fysiek, fysieke, fysische
Σωματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματικός

σωματικός έλεγχος, σωματικός πόνος, σωματικός μωσαϊκισμός, σωματικός εκφοβισμός, σωματικός δείκτης, σωματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωματειακός στα ολλανδικά - unie, eendracht, bond, vereniging, verbond, somateiakos
  • σωματικά στα ολλανδικά - stoffelijk, lichamelijk, lichamelijke, lichaamsfuncties, fysieke, de lichamelijke
  • σωματοφύλακας στα ολλανδικά - lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten
  • σωπαίνω στα ολλανδικά - stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: materieel, gewelddadig, lichamelijk, fysisch, fysiek, fysieke, fysische