Σωματικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: σωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természettani, invalidus, fizikai, a fizikai, testi, fizikális
Σωματικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματικός

σωματικός έλεγχος, σωματικός πόνος, σωματικός μωσαϊκισμός, σωματικός εκφοβισμός, σωματικός δείκτης, σωματικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σωματικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • σωματειακός στα ουγγρικά - egybekelés, unió, egybeolvadás, somateiakos
  • σωματικά στα ουγγρικά - testben, testületileg, testi, a testi, személyi, test, fizikai
  • σωματοφύλακας στα ουγγρικά - testőr, testőre, vagyonvédelem, testőrt, személyi védelem
  • σωπαίνω στα ουγγρικά - hallgatás, némaság, feledés, adásszünet, titoktartás, tartani, tartsa, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωματικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: természettani, invalidus, fizikai, a fizikai, testi, fizikális