Τομή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τομή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секция, раздел, вписванията за, част, вписванията за град
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τομή
τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τομή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τολύπη στα βουλγαρικά - люспа, снежинка, люспи, люспеста, на люспи
- τομέας στα βουλγαρικά - поле, равнина, сектор, сектора, сектори, отрасъл
- τον στα βουλγαρικά - еня, на, за, в, от, по
- τονίζω στα βουλγαρικά - стрес, давление, стреса, напрежение, на стреса, на стрес
Τυχαίες λέξεις
Τομή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: секция, раздел, вписванията за, част, вписванията за град
Μεταφράσεις: секция, раздел, вписванията за, част, вписванията за град