Τομή στα λιθουανικά
Μετάφραση: τομή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
divizija, skyrius, departamentas, skyriuje, skirsnis, skirsnyje, dalis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τομή
τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τομή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τολύπη στα λιθουανικά - sluoksniuoti, dribsnis, kristi dribsniais, džiovykla, luptis
- τομέας στα λιθουανικά - lyguma, laukinis, dirvožemis, karalystė, sritis, sektorius, sektoriaus, ...
- τονίζω στα λιθουανικά - akcentuoti, kirčiuoti, stresas, streso, stresą, įtampa, įtempių
Τυχαίες λέξεις
Τομή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: divizija, skyrius, departamentas, skyriuje, skirsnis, skirsnyje, dalis
Μεταφράσεις: divizija, skyrius, departamentas, skyriuje, skirsnis, skirsnyje, dalis