Τομή στα ουκρανικά
Μετάφραση: τομή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
параграф, підрозділяти, відділ, сегмент, перетин, розділ, розділу, профіль, розділі, поділ
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τομή
τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τομή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τολύπη στα ουκρανικά - родильний, лк, розшаровуватися, розшаровуватись, расслаіваться, розшаровуватиметься
- τομέας στα ουκρανικά - дійсно, насправді, спостереження, фонове, невже, поле, право, ...
- τον στα ουκρανικά - його
- τονίζω στα ουκρανικά - тиснення, підсвічення, висвітлити, тиск, натиск, акцентувати, збільшувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Τομή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: параграф, підрозділяти, відділ, сегмент, перетин, розділ, розділу, профіль, розділі, поділ
Μεταφράσεις: параграф, підрозділяти, відділ, сегмент, перетин, розділ, розділу, профіль, розділі, поділ