Τρόμπα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърце, помпа, помпата, на помпата, помпи
Τρόμπα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρόμπα

τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρόμπα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τρωκτικό στα βουλγαρικά - гризачи, гризач, на гризачи, от гризачи, за гризачи
  • τρόμος στα βουλγαρικά - страх, ужас, терор, треперене, тремор, тремора, трепет, ...
  • τρόπαιο στα βουλγαρικά - трофей, трофея, статуетка, трофеи, трофейни
  • τρόπος στα βουλγαρικά - път, начин, така, пътя
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сърце, помпа, помпата, на помпата, помпи