Τρόμπα στα δανικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας δανικά, τρόμπα στα δανικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα δανικά - gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere
- τρόμος στα δανικά - forskrækkelse, rædsel, frygt, tremor, rysten, rystelser, skælven, ...
- τρόπαιο στα δανικά - trofæ, trofæet, trophy, pokal, pokalen
- τρόπος στα δανικά - vej, måde, facon, maner, sædvane, vejen, måde at
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens
Μεταφράσεις: pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens