Τρόμπα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombas, calcar, bomba, aspirar, bombear, vaporizar, bomba de, da bomba, de bomba
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρόμπα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα πορτογαλικά - roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor
- τρόμος στα πορτογαλικά - terrorismo, desânimo, pavor, terror, desalojar, receio, medo, ...
- τρόπαιο στα πορτογαλικά - troféu, trophy, troféu de, do troféu, troféus
- τρόπος στα πορτογαλικά - humanidade, costume, forma, cera, encerar, mude, modo, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bombas, calcar, bomba, aspirar, bombear, vaporizar, bomba de, da bomba, de bomba
Μεταφράσεις: bombas, calcar, bomba, aspirar, bombear, vaporizar, bomba de, da bomba, de bomba