Όν στα βουλγαρικά
Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
създание, същество, твар
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όν
κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όν στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- όμορφος στα βουλγαρικά - прекрасен, прекрасния, красив, хубав, красиво, красива, красивия
- όμως στα βουλγαρικά - но, още, все още, все
- όνειδος στα βουλγαρικά - позор, укор, упрек, присмех, укоряване
- όνειρο στα βουλγαρικά - сън, мечтая, мечта, сънувам, мечтаят, мечтаете
Τυχαίες λέξεις
Όν στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: създание, същество, твар
Μεταφράσεις: създание, същество, твар