Όν στα λιθουανικά

Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padaras, būtybė, kūrinys, tvarinys, tvarinio
Όν στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όν

κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας λιθουανικά, όν στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • όμορφος στα λιθουανικά - gražus, dailus, išvaizdus, handsome, Przystojny
  • όμως στα λιθουανικά - tiktai, tačiau, bet, o, dar, dar nėra, dar nepateikė
  • όνειδος στα λιθουανικά - gėda, nemalonė, nešlovė, priekaištas, priekaištauti, panieką, tyčiosis
  • όνειρο στα λιθουανικά - svajonė, sapnas, sapnuoti, svajoti, pasvajoti, svajojame
Τυχαίες λέξεις
Όν στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: padaras, būtybė, kūrinys, tvarinys, tvarinio