Όν στα δανικά

Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksistens, væsen, skabning, creature
Όν στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όν

κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας δανικά, όν στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όμορφος στα δανικά - smuk, skøn, smukke, flot, flotte, pæn
  • όμως στα δανικά - kun, dog, men, alligevel, blot, endnu, endnu ikke, ...
  • όνειδος στα δανικά - skændsel, skam, unåde, bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, ...
  • όνειρο στα δανικά - drømme, drøm, drømmer, at drømme, drømme om
Τυχαίες λέξεις
Όν στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eksistens, væsen, skabning, creature