Όν στα ουκρανικά
Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будучи, існування, істота, створення, виробництво
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όν
κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας ουκρανικά, όν στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- όμορφος στα ουκρανικά - прекрасний, гарний, чепурний, привабливий, красивий, прегарний, гарне, ...
- όμως στα ουκρανικά - та, одначе, крім, адже, проте, а, але, ...
- όνειδος στα ουκρανικά - низьке, ганьба, низькість, безчестя, ганьбу, докір, закид
- όνειρο στα ουκρανικά - мріяти, сон, мрія
Τυχαίες λέξεις
Όν στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: будучи, існування, істота, створення, виробництво
Μεταφράσεις: будучи, існування, істота, створення, виробництво