Όν στα πορτογαλικά
Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criatura, criaturas, a criatura, de criatura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όν
κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όν στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- όμορφος στα πορτογαλικά - bonito, fulcro, são, formoso, bem, belo, bom, ...
- όμως στα πορτογαλικά - somente, entretanto, contudo, só, porém, embora, qual, ...
- όνειδος στα πορτογαλικά - censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
- όνειρο στα πορτογαλικά - ambição, sonhar, fantasiar, terrível, devaneio, devanear, sonho, ...
Τυχαίες λέξεις
Όν στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criatura, criaturas, a criatura, de criatura
Μεταφράσεις: criatura, criaturas, a criatura, de criatura