Όν στα ολλανδικά

Μετάφραση: όν, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanzijn, bestaan, organisme, schepsel, wezen, creature, dier
Όν στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όν

κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, όν λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όν στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • όμορφος στα ολλανδικά - fraai, schoon, goeduitziend, fijn, knap, net, mooi, ...
  • όμως στα ολλανδικά - desondanks, toch, uitsluitend, echter, pas, hoe, doch, ...
  • όνειδος στα ολλανδικά - schande, verwijt, verwijten, smaad, smaadheid
  • όνειρο στα ολλανδικά - mijmeren, ambitie, dagdroom, droom, eerzucht, wensdroom, dromen, ...
Τυχαίες λέξεις
Όν στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanzijn, bestaan, organisme, schepsel, wezen, creature, dier