Διστακτικότητα στα γαλλικά
Μετάφραση: διστακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hésitation, barguignage, flottement, décélération, irrésolution, indécision, indétermination, hésiter, hésitations, hésite, hésité
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικότητα
διστακτικότητα συνώνυμα, διστακτικότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, διστακτικότητα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- δισταγμός στα γαλλικά - crainte, indétermination, irrésolution, indécision, appréhension, décélération, flottement, ...
- διστακτικός στα γαλλικά - indécis, chancelant, défiant, méfiant, ombrageux, hésitant, résistant, ...
- διυλιστήριο στα γαλλικά - raffinerie, raffinerie de, la raffinerie, raffinage, raffineries
- διφορούμενος στα γαλλικά - ambigu, évasif, fuyant, vague, équivoque, polysémique, confus, ...
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: hésitation, barguignage, flottement, décélération, irrésolution, indécision, indétermination, hésiter, hésitations, hésite, hésité
Μεταφράσεις: hésitation, barguignage, flottement, décélération, irrésolution, indécision, indétermination, hésiter, hésitations, hésite, hésité