Διστακτικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διστακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hesitar, vacilar, hesitação, hesitações, vacilação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικότητα
διστακτικότητα συνώνυμα, διστακτικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διστακτικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δισταγμός στα πορτογαλικά - hesitação, vacilar, hesitar, hesitações, vacilação
- διστακτικός στα πορτογαλικά - hesitante, hesitantes, hesitam, hesitant, hesitar
- διυλιστήριο στα πορτογαλικά - refinaria, refinar, refinaria de, refinarias, da refinaria, de refinaria
- διφορούμενος στα πορτογαλικά - ambíguo, ambígua, ambíguas, ambíguos, ambiguidade
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: hesitar, vacilar, hesitação, hesitações, vacilação
Μεταφράσεις: hesitar, vacilar, hesitação, hesitações, vacilação