Διστακτικότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: διστακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικότητα
διστακτικότητα συνώνυμα, διστακτικότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διστακτικότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δισταγμός στα λιθουανικά - neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas
- διστακτικός στα λιθουανικά - drovus, neryžtingas, nesiryžta, neapsisprendžia, dvejojo, dvejoja
- διυλιστήριο στα λιθουανικά - perdirbimo, naftos perdirbimo gamyklos, naftos perdirbimo, perdirbimo gamyklų, naftos perdirbimo gamyklų
- διφορούμενος στα λιθουανικά - dviprasmiškas, dviprasmiška, dviprasmiški, dviprasmiškos, dviprasmis
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas
Μεταφράσεις: neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas