Ακουμπώ στα γερμανικά

Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mager, hager, knapp, schlank, berühren, Berührung, zu berühren, anfassen
Ακουμπώ στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουμπώ

ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακουμπώ στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθώ στα γερμανικά - folgen, nachgehen, nachkommen, begleiten, jagen, befolgen, verfolgen, ...
  • ακονίζω στα γερμανικά - anspitzen, schärfen, schleifen, zu schärfen, schärft
  • ακουστική στα γερμανικά - akustik, Akustik, acoustics, akustischen
  • ακουστικός στα γερμανικά - ton, audio, ohrsignal, zuhörerschaft, akustisch, akustik, Hör-, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mager, hager, knapp, schlank, berühren, Berührung, zu berühren, anfassen