Ακουμπώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
допир, допирајте, допрам, допре, допираат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουμπώ
ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ακουμπώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ακολουθώ στα σλαβομακεδονικά - следете, следат, следи, го следат, го следи
- ακονίζω στα σλαβομακεδονικά - изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри
- ακουστική στα σλαβομακεδονικά - акустика, акустиката, акустичност, акустичната, акустичноста
- ακουστικός στα σλαβομακεδονικά - звукот, аудитивни, аудитивните, аудитивен, аудитивна, аудитивната
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: допир, допирајте, допрам, допре, допираат
Μεταφράσεις: допир, допирајте, допрам, допре, допираат